- ανατροπέας
- ο (Α ἀνατροπεύς)αυτός που ανατρέπει, επιφέρει ανατροπήαρχ.αυτός που καταστρέφει, διαφθείρει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανατροπέας — ο αυτός που επιδιώκει την ανατροπή: Καταδικάστηκε ως ανατροπέας του κοινωνικού καθεστώτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνατροπέας — ἀνατροπέᾱς , ἀνατροπεύς ouerturner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρέπω — (AM ἀνατρέπω) 1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω 2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω 3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα νεοελλ. ματαιώνω, ακυρώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω 2. καταστρέφω, αφανίζω 3. εξεγείρω,… … Dictionary of Greek
καθαιρέτης — καθαιρέτης, ὁ, θηλ. καθαιρέτις, ιδος (AM) [καθαιρώ] ανατροπέας, αυτός που καθαιρεί, που καταλύει, που κατατροπώνει («καθαιρέτης πολεμίων», Θουκ.) … Dictionary of Greek
χαλαστής — ο καταστροφέας, ανατροπέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)